Καινοτομία στην Ελλάδα: Η Επείγουσα Ανάγκη Θεσμικού Εκσυγχρονισμού
Πώς το κενό ανάμεσα σε έρευνα και εφαρμογή απειλεί την ανταγωνιστικότητα της χώρας
Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Τα ευρωπαϊκά δεδομένα καταγράφουν εντυπωσιακή πρόοδο: άλμα 25,9% στους δείκτες καινοτομίας μεταξύ 2014-2021, υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ (12,5%). Ωστόσο, η χώρα παραμένει στην κατηγορία των «μέτριων καινοτόμων», κατατασσόμενη 20η ανάμεσα σε 27 κράτη-μέλη. Αυτή η αντίφαση δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης ταλέντου ή ερευνητικής δυναμικής, αλλά ενός θεσμικού συστήματος που δεν έχει προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της σύγχρονης οικονομίας της γνώσης, όπου η ταχύτητα μεταφοράς της έρευνας στην αγορά καθορίζει την ανταγωνιστικότητα.
Το παράδοξο της ελληνικής καινοτομίας
Τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024 σκιαγραφούν ένα σύνθετο τοπίο. Η Ελλάδα δαπανά 1,49% του ΑΕΠ της σε Έρευνα και Ανάπτυξη, έναντι 2,24% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε Ε&Α είναι 0,73% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 1,48%. Η αγορά επιχειρηματικού κεφαλαίου αντιπροσωπεύει 0,026% του ΑΕΠ έναντι 0,085% στην ΕΕ.
Αλλά το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι μόνο «πόσο επενδύουμε», αλλά «τι αποτέλεσμα παράγουμε από αυτές τις επενδύσεις». Εδώ εμφανίζεται το πραγματικό πρόβλημα: η Ελλάδα έχει σημαντική ερευνητική δραστηριότητα αλλά ελάχιστη εμπορευσιμότητα των αποτελεσμάτων. Οι αιτήσεις για ευρεσιτεχνίες ανά 1 δισ. ευρώ ΑΕΠ είναι 0,62 έναντι 3,4 στην ΕΕ – μια διαφορά σχεδόν έξι φορές που αντανακλά όχι έλλειψη ερευνητικής αριστείας, αλλά δυσκολία στη μετατροπή γνώσης σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Όταν οι διαδικασίες γίνονται εμπόδιο
Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στην έκθεση επενδυτικού κλίματος 2024, αναγνωρίζει την πρόοδο της Ελλάδας στις μεταρρυθμίσεις, αλλά επισημαίνει: «η ακόμη πολύπλοκη γραφειοκρατία και το αργό δικαστικό σύστημα συνεχίζουν να δημιουργούν προκλήσεις». Δεν πρόκειται για πρόβλημα μεμονωμένο. Η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει την Ελλάδα στη θέση 156 από 190 χώρες στην «ευκολία εγγραφής ιδιοκτησίας», ενώ το ηλεκτρονικό κτηματολόγιο – που θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί – καθυστερεί μέχρι το 2026, με 400.000 εκκρεμότητες προς επίλυση.
Αυτές οι καθυστερήσεις δεν είναι απλώς διοικητικά ζητήματα. Αντανακλούν μια βαθύτερη πρόκληση: το θεσμικό σύστημα δεν έχει αναπτύξει τους μηχανισμούς αξιολόγησης τεχνολογικού ρίσκου που απαιτεί η σύγχρονη οικονομία. Έρευνα του 2025, δημοσιευμένη στο Scientific Research Publishing, διαπίστωσε «περιορισμένη ωριμότητα σε επίσημες διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου» στον ελληνικό δημόσιο τομέα, παρά την «αναδυόμενη επίγνωση μεταξύ μεσαίων και ανώτερων στελεχών». Με άλλα λόγια: υπάρχει αναγνώριση του προβλήματος, αλλά όχι ακόμη οι διαδικασίες για την αντιμετώπισή του.
Η πραγματικότητα στους τομείς υψηλής τεχνολογίας
Ας δούμε συγκεκριμένα παραδείγματα από διαφορετικούς τομείς:
Βιοτεχνολογία και φαρμακευτική: Ελληνικά ερευνητικά κέντρα αναπτύσσουν καινοτόμες θεραπευτικές προσεγγίσεις και διαγνωστικά εργαλεία. Ωστόσο, η διαδικασία κλινικών δοκιμών και εγκρίσεων στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα. Αποτέλεσμα: πολλά spin-offs επιλέγουν να μεταφέρουν την έδρα τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι διαδικασίες είναι πιο προβλέψιμες, παίρνοντας μαζί τους τόσο το οικονομικό όσο και το τεχνολογικό όφελος.
Αγροτεχνολογία: Η Ελλάδα διαθέτει εξαιρετική ερευνητική κοινότητα στη γεωργική τεχνολογία. Συστήματα έξυπνης γεωργίας, βιολογικά λιπάσματα, και τεχνολογίες ακριβείας αναπτύσσονται σε ελληνικά εργαστήρια. Όμως, οι πιλοτικές εφαρμογές αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις μηνών για άδειες δοκιμών σε αγροτεμάχια, ενώ παράλληλα οι Έλληνες αγρότες προμηθεύονται τελικά γερμανικά ή ολλανδικά συστήματα που διαθέτουν ήδη πλήρη ευρωπαϊκή πιστοποίηση. Η ελληνική έρευνα παραμένει στα χαρτιά, η αγορά τροφοδοτείται από το εξωτερικό.
Τεχνολογίες πληροφορικής και λογισμικό: Ελληνικές startups στην τεχνητή νοημοσύνη και την ανάλυση δεδομένων αντιμετωπίζουν λιγότερα εμπόδια από τους βιοτεχνολογικούς ή γεωργικούς τομείς, επειδή δεν απαιτούν φυσικές εγκαταστάσεις ή πιλοτικές δοκιμές. Ωστόσο, για εφαρμογές που αφορούν κρίσιμες υποδομές (π.χ. υγεία, ενέργεια, μεταφορές), οι απαιτήσεις πιστοποίησης και ασφάλειας συχνά λείπουν εντελώς ή είναι ασαφείς, δημιουργώντας αβεβαιότητα που αποθαρρύνει τις επενδύσεις.
Κυκλική οικονομία και νέα υλικά: Ελληνικοί ερευνητές αναπτύσσουν βιοδιασπώμενα υλικά συσκευασίας, συστήματα ανακύκλωσης, και λύσεις διαχείρισης αποβλήτων. Η εμπορική εφαρμογή τους όμως απαιτεί εγκρίσεις από πολλαπλές υπηρεσίες (περιβαλλοντικές, υγειονομικές, βιομηχανικές) που δεν έχουν αναπτύξει προδιαγραφές για καινοτόμα υλικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάθε περίπτωση αντιμετωπίζεται ad hoc, χωρίς σαφές πλαίσιο και χρονοδιαγράμματα.
Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και αποθήκευση: Αν και έχει γίνει νομοθετική πρόοδος με το Νόμο 4951/2022, 92 GW έργων ΑΠΕ έχουν λάβει άδειες ενώ το δίκτυο μπορεί να απορροφήσει μόλις 19 GW σήμερα. Περιβαλλοντικές εκτιμήσεις και αρχαιολογικές μελέτες προσθέτουν μήνες καθυστέρησης, δημιουργώντας αβεβαιότητα για τους επενδυτές.
Το χάσμα μεταφοράς τεχνολογίας
Τα Γραφεία Μεταφοράς Τεχνολογίας (TTOs) στα ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα έχουν δημιουργηθεί με σκοπό τη γεφύρωση αυτού του χάσματος. Ωστόσο, πολλαπλές μελέτες – συμπεριλαμβανομένων αναλύσεων από το Science Business και ακαδημαϊκών ερευνών – επιβεβαιώνουν ότι παραμένουν λιγότερο αποτελεσματικά από το αναμενόμενο.
Το πρόβλημα δεν είναι έλλειψη προσπάθειας ή προθέσεων. Τα TTOs συχνά υποχρηματοδοτούνται, στελεχώνονται με προσωπικό που δεν έχει επιχειρηματική εμπειρία, και λειτουργούν περισσότερο ως διαχειριστές έργων παρά ως πράκτορες εμπορευσιμότητας. Επιπλέον, το νομικό πλαίσιο για τα πανεπιστημιακά spin-offs, αν και έχει βελτιωθεί, εξακολουθεί να είναι πολυπλοκότερο από αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στις 7-8 πρώτες χώρες της ΕΕ στη συμμετοχή στο Horizon 2020, το μεγάλο ευρωπαϊκό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης. Αυτό αποδεικνύει την ερευνητική αριστεία της χώρας. Το γεγονός όμως ότι αυτή η αριστεία δεν μετατρέπεται σε αντίστοιχο αριθμό επιτυχημένων τεχνολογικών επιχειρήσεων δείχνει ότι το εμπόδιο δεν βρίσκεται στην ποιότητα της έρευνας, αλλά στο οικοσύστημα υποστήριξης της καινοτομίας.
Η ευρωπαϊκή πραγματικότητα
Η σύγκριση με τις χώρες που ηγούνται στην καινοτομία είναι διαφωτιστική. Η Δανία, η Σουηδία, η Φινλανδία και οι Κάτω Χώρες – που βρίσκονται στην κορυφή του European Innovation Scoreboard – έχουν αναπτύξει ολοκληρωμένα οικοσυστήματα όπου:
- Οι δημόσιες υπηρεσίες διαθέτουν εξειδικευμένες μονάδες αξιολόγησης τεχνολογικού ρίσκου
- Υπάρχουν σαφείς χρονικοί περιορισμοί για αδειοδοτήσεις με προεπιλογή έγκρισης σε περίπτωση καθυστέρησης
- Τα TTOs συνδέονται οργανικά με επιχειρηματικά δίκτυα και funds
- Το νομικό πλαίσιο για νεοφυείς επιχειρήσεις είναι σαφές και απλοποιημένο
Το αποτέλεσμα; Ισχυρή επιχειρηματική Ε&Α, βαθιά οικοσυστήματα επιχειρηματικού κεφαλαίου, και εκτεταμένες συνεργασίες πανεπιστημίων-βιομηχανίας που δημιουργούν θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Η τιμή της καθυστέρησης
Η υπανάπτυξη του οικοσυστήματος καινοτομίας έχει πολλαπλά κόστη. Το άμεσο είναι οικονομικό: επενδύσεις που δεν γίνονται, θέσεις εργασίας που δεν δημιουργούνται, φορολογικά έσοδα που χάνονται. Το μεσοπρόθεσμο είναι η εξάρτηση από εισαγόμενη τεχνολογία, που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της προστιθέμενης αξίας παραμένει στο εξωτερικό.
Το μακροπρόθεσμο κόστος είναι ακόμη σοβαρότερο: η απώλεια ταλέντου. Ο "brain drain" δεν αφορά μόνο ερευνητές που φεύγουν για καλύτερα αμειβόμενες θέσεις στο εξωτερικό. Αφορά και νεοφυείς επιχειρήσεις που ιδρύονται από Έλληνες σε άλλες χώρες επειδή το ελληνικό οικοσύστημα δεν υποστηρίζει την ανάπτυξή τους. Κάθε τέτοιο spin-off που μεταφέρεται στο εξωτερικό είναι μια χαμένη ευκαιρία για τη δημιουργία ενός δικτύου θέσεων εργασίας στην Ελλάδα.
Η πρόοδος που έχει γίνει
Θα ήταν άδικο να μην αναγνωριστούν οι σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει. Το Elevate Greece, που ξεκίνησε το 2020, έχει καταγράψει 789 εγγεγραμμένες startups το 2024 και έχει διευκολύνει την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και υποστήριξη. Η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας έχει δημιουργήσει πλαίσια υποστήριξης για πανεπιστημιακά spin-offs.
Νομοθετικά, έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Ο Νόμος 4951/2022 εκσυγχρόνισε τη διαδικασία αδειοδότησης ΑΠΕ. Άλλοι νόμοι απλοποίησαν τις διαδικασίες ίδρυσης επιχειρήσεων. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχει δεσμεύσει σημαντικούς πόρους για την ψηφιακή μετάβαση και την καινοτομία.
Το ζήτημα δεν είναι έλλειψη προγραμμάτων ή νόμων. Είναι η εφαρμογή τους στην πράξη, η συντονισμένη λειτουργία πολλαπλών υπηρεσιών, και η ανάπτυξη μιας κουλτούρας που βλέπει την καινοτομία όχι ως απειλή αλλά ως ευκαιρία που απαιτεί διαχείριση.
Ο δρόμος προς τα εμπρός
Η επίλυση αυτών των προκλήσεων δεν είναι απλή, αλλά είναι εφικτή. Απαιτεί συντονισμένη δράση σε πολλά επίπεδα:
1. Ανάπτυξη τεχνογνωσίας αξιολόγησης ρίσκου
Οι δημόσιες υπηρεσίες που αδειοδοτούν καινοτόμα έργα χρειάζονται εξειδικευμένο προσωπικό με γνώσεις τεχνολογίας και διαχείρισης κινδύνου. Αυτό δεν σημαίνει χαλάρωση προτύπων ασφάλειας, αλλά εκσυγχρονισμό του τρόπου αξιολόγησής τους. Αντί για γενικόλογες ανησυχίες, χρειαζόμαστε συγκεκριμένες επιστημονικές αξιολογήσεις με μετρήσιμα κριτήρια.
2. Θεσμοθέτηση σαφών χρονοδιαγραμμάτων
Κάθε αδειοδοτική διαδικασία πρέπει να έχει προκαθορισμένο μέγιστο χρόνο. Αν μια υπηρεσία χρειάζεται περισσότερες πληροφορίες, πρέπει να τις ζητήσει εντός συγκεκριμένου χρονικού πλαισίου. Αν δεν απαντήσει εντός της προθεσμίας, η άδεια να προχωράει στο επόμενο στάδιο. Αυτό δεν σημαίνει απουσία ελέγχου, αλλά πειθαρχία στις διαδικασίες.
3. Ενδυνάμωση των Γραφείων Μεταφοράς Τεχνολογίας
Τα TTOs χρειάζονται ουσιαστική ενίσχυση: περισσότερους πόρους, προσωπικό με επιχειρηματική εμπειρία, και σύνδεση με δίκτυα επενδυτών. Επίσης, χρειάζεται νέο πλαίσιο αξιολόγησης της αποτελεσματικότητάς τους – όχι με βάση τον αριθμό των έργων που διαχειρίζονται, αλλά με βάση τον αριθμό επιτυχημένων spin-offs και την αξία που δημιουργούν.
4. Απλοποίηση του νομικού πλαισίου
Το νομικό πλαίσιο για τη δημιουργία και λειτουργία τεχνολογικών επιχειρήσεων πρέπει να γίνει πιο κατανοητό και προβλέψιμο. Αυτό περιλαμβάνει θέματα όπως οι stock options για εργαζομένους, η διαχείριση πνευματικής ιδιοκτησίας, και οι φορολογικοί κανόνες για reinvestment κερδών.
5. Δημιουργία fast-track διαδρομών με αντικειμενικά κριτήρια
Δεν πρόκειται για πολιτικές επιλογές «στρατηγικών επενδύσεων», αλλά για διαφανείς διαδικασίες με συγκεκριμένα τεχνικά κριτήρια. Π.χ., έργα που προέρχονται από ερευνητικά κέντρα με αποδεδειγμένο track record, ή που έχουν ήδη ευρωπαϊκές πιστοποιήσεις, θα μπορούσαν να ακολουθούν επιταχυνόμενες διαδικασίες.
6. Συντονισμός μεταξύ υπηρεσιών
Πολλά από τα προβλήματα προκύπτουν όχι από μία υπηρεσία, αλλά από την έλλειψη συντονισμού μεταξύ πολλών. Χρειάζεται μία υπηρεσία «one-stop-shop» που να συντονίζει όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις, αντί να πρέπει ο επενδυτής να ταλαιπωρείται σε πολλαπλά γραφεία.
7. Μέτρηση και διαφάνεια
Κάθε υπηρεσία που αδειοδοτεί πρέπει να δημοσιεύει ετήσια στοιχεία: πόσες αιτήσεις δέχθηκε, πόσες ενέκρινε, πόσες απέρριψε, και σε πόσο χρόνο. Αυτά τα δεδομένα θα επιτρέψουν την αντικειμενική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και θα εντοπίσουν τα σημεία που χρειάζονται βελτίωση.
Το διακύβευμα
Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για τεχνολογική ηγεσία έχει κλιμακωθεί. Η Κίνα έχει αυξήσει την επίδοση καινοτομίας της κατά 28,2% από το 2017, έχει ξεπεράσει την Ιαπωνία, και προσεγγίζει την ΕΕ. Οι ΗΠΑ και η Νότια Κορέα συνεχίζουν να ηγούνται. Η Ευρώπη προσπαθεί να διατηρήσει τη θέση της.
Σε αυτό το τοπίο, η Ελλάδα έχει να επιλέξει: θα παραμείνει παθητικός καταναλωτής τεχνολογίας που αναπτύχθηκε αλλού, ή θα γίνει ενεργός παραγωγός; Έχει το ερευνητικό δυναμικό – κατατάσσεται στις 7-8 πρώτες χώρες της ΕΕ στη συμμετοχή στο Horizon 2020. Έχει νέους επιστήμονες και επιχειρηματίες με όραμα και δυναμισμό. Έχει τομείς φυσικού πλεονεκτήματος, από τη γεωργία μέχρι τον τουρισμό, όπου η τεχνολογία μπορεί να δημιουργήσει τεράστια προστιθέμενη αξία.
Αυτό που χρειάζεται είναι ένα θεσμικό σύστημα που να λειτουργεί ως καταλύτης, όχι ως φρένο. Ένα σύστημα που να διαχειρίζεται τους κινδύνους με επιστημονική αυστηρότητα αλλά όχι με γραφειοκρατική αδράνεια. Ένα σύστημα που να κατανοεί ότι σε έναν ταχέως εξελισσόμενο τεχνολογικό κόσμο, η μεγαλύτερη ασφάλεια δεν προέρχεται από το να μην αποφασίζεις ποτέ, αλλά από το να μαθαίνεις πώς να αποφασίζεις καλά και γρήγορα.
Η πρόκληση δεν είναι τεχνική – είναι πολιτική με την ευρύτερη έννοια του όρου. Απαιτεί συνειδητή επιλογή να επενδύσουμε στον εκσυγχρονισμό του θεσμικού μας πλαισίου, όπως έχουμε επενδύσει στις υποδομές, στην εκπαίδευση, στην έρευνα. Γιατί χωρίς το σωστό θεσμικό υπόβαθρο, ακόμη και η καλύτερη έρευνα και οι πιο ταλαντούχοι άνθρωποι δεν μπορούν να παράγουν το αποτέλεσμα που θα μπορούσαν.
Η επόμενη δεκαετία θα κρίνει αν η Ελλάδα θα καταφέρει να μετατρέψει το ερευνητικό της δυναμικό σε οικονομική ευημερία, ή αν θα συνεχίσει να βλέπει τις ιδέες της να ανθίζουν αλλού. Τα εργαλεία υπάρχουν. Τα προγράμματα έχουν δημιουργηθεί. Το ταλέντο είναι εδώ. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι η πολιτική βούληση και η διοικητική ικανότητα να τα συνδέσουμε σε ένα λειτουργικό οικοσύστημα καινοτομίας.
Γιατί στην τελική, το ερώτημα δεν είναι αν μπορούμε να τα καταφέρουμε. Το ερώτημα είναι αν θα το επιλέξουμε.
Με βάση δεδομένα από το European Innovation Scoreboard 2024, το Global Innovation Index 2024, εκθέσεις του U.S. Department of State για το επενδυτικό κλίμα της Ελλάδας (2024-2025), ανάλυση του Brookings Institution, της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Ελλάδας, του National Herald, Science Business, επιστημονικές δημοσιεύσεις για τη δημόσια διοίκηση και τη διαχείριση κινδύνου στην Ελλάδα, και στοιχεία από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας.






